εντάφιο(ν)

εντάφιο(ν)
το саван

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εντάφιο(ν)" в других словарях:

  • λαζάρωμα — λαζάρωμα, τὸ (Μ) [λαζαρώνω] σάβανο, εντάφιο ένδυμα …   Dictionary of Greek

  • εντάφιος — α, ο 1. που αναφέρεται στην ταφή (τον ενταφιασμό). 2. που ανήκει στο νεκρό που ενταφιάζεται ή που χρησιμοποιείται στον ενταφιασμό του: Εντάφια σκεύη. 3. που βρίσκεται στον τάφο: Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά (Δ. Σολωμός). 4. που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»